Κιότο

Κιότο
(Kyoto). Πόλη (1.467.705 κάτ. το 2000) της κεντρικής Ιαπωνίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (4.613 τ. χλμ., 2.644.391 κάτ.) στο νησί Χονσού. Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Κάμο (Κάμο-Βάτα), παραποτάμου του Γιόντο, στο σημείο της συμβολής του με τον Κατσούρα. Στα Ν της εκτείνεται η πεδινή λωρίδα που διασχίζει ο Γιόντο, ενώ στα Δ και στα Α δεσπόζει μια οροσειρά μέτριου ύψους. To Κ. θεωρείται μία από τις ωραιότερες πόλεις της Ιαπωνίας, είναι καλλιτεχνικό και πολιτιστικό κέντρο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και έδρα αυτοκρατορικού πανεπιστημίου (το οποίο ιδρύθηκε το 1897). Περίφημη είναι η καλλιτεχνική του παραγωγή και η χειροτεχνία του, και ειδικά οι πορσελάνες, τα μεταξωτά, τα κεντήματα και οι λάκες. Αποτελεί επίσης σημαντικό κέντρο τουρισμού και προσκυνήματος, χάρη στους πολυάριθμους (περισσότερους από 2.000) βουδιστικούς και σιντοϊστικούς ναούς του, οι οποίοι είναι πλουσιότατοι σε θρησκευτικές ζωγραφικές παραστάσεις και περιβάλλονται συνήθως από θαυμάσιους κήπους. Φημισμένα αξιοθέατα είναι, μεταξύ άλλων, το ανάκτορο του αυτοκράτορα, η αυτοκρατορική βίλα Kατσούρα με το θαυμάσιο πάρκο της (σχεδιασμένο από τον μεγάλο αρχιτέκτονα Eνσού), το φρούριο του Nιτζό, οι ναοί Kινκακού, Nταϊτοκού, Xιγκάσι Xονγκάν, Tσιόν και Γκινκακού, καθώς και το ιερό Xεϊάν. Το 1994 δεκαεπτά ιστορικά κτίρια της πόλης ανακηρύχθηκαν μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς από την ΟΥΝΕΣΚΟ. Πρόσφατα η πόλη απέκτησε διάφορα βιομηχανικά συγκροτήματα, κυρίως χημικών προϊόντων, μηχανικών κατασκευών (αεροναυπηγεία) και ηλεκτρικών συσκευών, λόγω της γειτνίασής της με την πολύ ανεπτυγμένη βιομηχανικά περιοχή της Οσάκα-Κόμπε. Ιστορία. Ιδρυτής του Κ. ήταν ο αυτοκράτορας Κάμου (781-806), ο οποίος το 794 ανακήρυξε την πόλη νέα πρωτεύουσα της Ιαπωνίας, θέση την οποία διατήρησε επί χίλια χρόνια, έως το 1868, οπότε πρωτεύουσα ορίστηκε το Τόκιο. Παρά τις αλλεπάλληλες περιπέτειές του (καταστράφηκε και ανοικοδομήθηκε πολλές φορές), το Κ. διατήρησε ανέπαφη την πρωταρχική πολεοδομική του συγκρότηση, η οποία είχε ακολουθήσει το υπόδειγμα των κινεζικών πόλεων, με συνεχείς παράλληλες οδούς που διασταυρώνονται καθέτως και με ισχυρό κυκλικό τείχος με δεκαοκτώ πύλες. Λόγω της πλούσιας πολιτιστικής του κληρονομιάς, το Κ. ήταν η μοναδική ιαπωνική μεγαλούπολη η οποία έμεινε ανέπαφη κατά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Παραδοσιακή τελετή τσαγιού έξω από βουδιστικό ναό στο Κιότο της Ιαπωνίας (φωτ. ΑΠΕ). Το Κιότο, που ήταν πρωτεύουσα της Ιαπωνίας έως το 1868, παραμένει το σημαντικότερο πολιτιστικό και καλλιτεχνικό κέντρο της χώρας. Στιγμιότυπο από το φεστιβάλ Αόι στο Κιότο (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μουτσουχίτο — (Κιότο 1852 – Τόκιο 1912). Ο 122ος αυτοκράτορας της Ιαπωνίας (1867 1912). Η περίοδος βασιλείας του ονομάζεται Μεϊτζί. Δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα Κομέι, πήρε το όνομα M. τον Σεπτέμβριο του 1860, όταν ανακηρύχθηκε διάδοχος του θρόνου.… …   Dictionary of Greek

  • Τομονάγκα, Σινιχίρο — (Κιότο 1906). Iάπωνας φυσικός. Τελείωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Κιότο και εργάστηκε ως βοηθός στο Ινστιτούτο φυσικών και χημικών ερευνών του πανεπιστημίου της Λειψίας, όπου σπούδασε από το 1937 έως το 1939. Όταν γύρισε στην πατρίδα… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Γιουκάβα, Χιντέκι — (Hideki Yukawa,Τόκιο 1907 – 1981). Ιάπωνας θεωρητικός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κιότο όπου υπήρξε καθηγητής από το 1939 έως το 1950. Εργάστηκε στο Ινστιτούτο Προηγμένων Σπουδών του Πρίνστον και στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια από το… …   Dictionary of Greek

  • Τοκουγκάβα — Ιαπωνική οικογένεια, η οποία έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ιαπωνικής ιστορίας. Με τον θάνατο του αυτοκράτορα Τογιοτόμι Χιντεγιόσι (1598), έπρεπε να τον διαδεχτεί στην εξουσία κατά τις οδηγίες του, ο μικρός γιος του Χιντεγιόρι, με τη …   Dictionary of Greek

  • βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • καμπούκι — Είδος λαϊκού ιαπωνικού θεάτρου, το οποίο εμφανίστηκε στις αρχές του 17ου αι. Βασιζόταν κυρίως στον χορό και στην παντομίμα, τα οποία εναλλάσσονταν με κωμικά ιντερμέδια. Σύμφωνα με την παράδοση, οι πρώτες παραστάσεις κ. ανέβηκαν στη σκηνή από τη… …   Dictionary of Greek

  • Βούδας — (Buddha). Με το όνομα αυτό αναφέρονται στις ινδικές παραδόσεις ξεχωριστά άτομα, τα οποία, αφού έχουν πετύχει την υπέρτατη πνευματική φώτιση (βόδα), αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μεταδώσουν στην ανθρωπότητα τη διδασκαλία για τη σωτηρία της (βούδας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”